Ἀντιόχῳ

Ἀντιόχῳ
Ἀντίοχος
masc dat sg
Ἀντιόχος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀντιόχωι — Ἀντιόχῳ , Ἀντίοχος masc dat sg Ἀντιόχῳ , Ἀντιόχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”